μονοπλάνο — το (λ. γαλλ.), αεροπλάνο παλιού τύπου με ένα μόνο επίπεδο ισορροπίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
Λίντμπεργκ, Τσαρλς — (Charles Augustus Lindbergh, Ντιτρόιτ 1902 – 1974). Αμερικανός πρωτοπόρος αεροπόρος. Υπηρέτησε στην αρχή ως αξιωματικός της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας και από το 1926 εργάστηκε ως πιλότος της πολιτικής αεροπορίας στη γραμμή Σικάγο Σεντ… … Dictionary of Greek
Μπλεριό, Λουί — (Luis Bleriot, Καμπρέ 1872 – Παρίσι 1936). Γάλλος αεροπόρος, σχεδιαστής και κατασκευαστής αεροπλάνων. Υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους πρωτοπόρους της αεροναυτικής. Διέσχισε πρώτος τον ουρανό της Μάγχης, στις 25 Ιουλίου 1909, με μονοπλάνο… … Dictionary of Greek